- πνευμονογράφος
- και πνευμογράφος, ο, Νιατρική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι αναπνευστικές κινήσεις και γίνονται διαγράμματα που δείχνουν τις διακυμάνσεις τής αναπνοής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
πνευμογράφος — ο, Ν ιατρ. ο πνευμονογράφος … Dictionary of Greek